ορταλίς

ορταλίς
ὀρταλίς, η (Α)
1. νεογνό πτηνού, νεοσσός
2. κατοικίδιο πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ-αλίς, με επίθημα -αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ-αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ-ορτος, κονί-ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με το ὄρνις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀρταλίς — fowl fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορτάλιχος — ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ) 1. υποκορ. τού ορταλίς*. 2. νεοσσός 3. νεογνό ζώου 4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα ιχος (πρβλ. κόψιχος)] …   Dictionary of Greek

  • Chachalaca — Rufous vented Chachalaca, Ortalis ruficauda Scientific classification Kingdom: An …   Wikipedia

  • ανορταλίζω — ἀνορταλίζω (AM) χτυπώ τα φτερά και κράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + *ορταλίζω «χτυπώ τα φτερά μου, ανασκιρτώ» < ορταλίς «νεοσσός πουλιού»] …   Dictionary of Greek

  • υπευνώμαι — άομαι, Α 1. (για γυναίκα) ξαπλώνω κάτω από κάποιον, κοιμάμαι με κάποιον, συνευρίσκομαι, («ὑπευνασθεῑσ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι», Ησίοδ.) 2. (για θηλυκό πουλί) κάθομαι από πάνω, προστατεύω («ὀρταλὶς νεοσσοῑς ὑπευνηθείσα», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”