- ορταλίς
- ὀρταλίς, η (Α)1. νεογνό πτηνού, νεοσσός2. κατοικίδιο πτηνό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρτ-αλίς, με επίθημα -αλίς (πρβλ. δορκάς: δορκ-αλίς) παράγεται πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. *ὀρτός (πρβλ. θέ-ορτος, κονί-ορτος) τού ρ. ὄρνυμι* «σηκώνω, εγείρω» και δηλώνει τα νεογνά τών πτηνών που προσπαθούν να πετάξουν. Δυσχερέστερη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με το ὄρνις].
Dictionary of Greek. 2013.